ψαλιδίζω

ψαλιδίζω
μετ.
1) резать, обрезать, подрезать, вырезать (ножницами); 2) стричь ножницами; 3) обкорнать (волосы); 4) перен. урезать, сокращать;

ψαλιδίζω τούς μισθούς — урезать зарплату;

§ θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα — я тебе укорочу язык, я заставлю тебя замолчать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψαλιδίζω" в других словарях:

  • ψαλιδίζω — ψαλιδίζω, ψαλίδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδίζω — ψαλίδισα, ψαλιδίστηκα, ψαλιδισμένος 1. κόβω με το ψαλίδι τα άκρα ενός πράγματος: Ψαλίδισέ μου λίγο τα μαλλιά εδώ. 2. ελαττώνω, περικόβω: Μας ψαλίδισαν τους μισθούς μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραψαλιδίζω — 1. κάνω λαθεμένη, ακούσια κίνηση με το ψαλίδι καθώς κόβω το ύφασμα 2. ψαλιδίζω, περικόπτω περισσότερο από οσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψαλιδίζω] …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδισμα — το, Ν [ψαλιδίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού 2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωση («ψαλίδισμα δαπανών») β) αυστηρή λογοκρισία («ψαλίδισμα θεατρικού έργου») 3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα» μτφ. πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • διαψαλίζω — και διαψαλιδίζω (Α) κόβω με ψαλίδι, ψαλιδίζω …   Dictionary of Greek

  • ψαλίζω — Α κόβω με ψαλίδα, ψαλιδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς ίδος με σημ. «ψαλίδι» (βλ. λ. ψαλίδα)] …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδισμός — ο, Ν [ψαλιδίζω] ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, ψαλιδιά, κόψιμο με το ψαλίδι: Τα μαλλιά μου εδώ θέλουν ψαλίδισμα. 2. περικοπή, περιορισμός: Όταν έμαθαν το ψαλίδισμα του μισθού τους κατέβηκαν σε απεργία. 3. φρ., «Η γλώσσα της θέλει ψαλίδισμα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»