ψαλιδίζω — ψαλιδίζω, ψαλίδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… … Dictionary of Greek
ψαλιδίζω — ψαλίδισα, ψαλιδίστηκα, ψαλιδισμένος 1. κόβω με το ψαλίδι τα άκρα ενός πράγματος: Ψαλίδισέ μου λίγο τα μαλλιά εδώ. 2. ελαττώνω, περικόβω: Μας ψαλίδισαν τους μισθούς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραψαλιδίζω — 1. κάνω λαθεμένη, ακούσια κίνηση με το ψαλίδι καθώς κόβω το ύφασμα 2. ψαλιδίζω, περικόπτω περισσότερο από οσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψαλιδίζω] … Dictionary of Greek
ψαλίδισμα — το, Ν [ψαλιδίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού 2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωση («ψαλίδισμα δαπανών») β) αυστηρή λογοκρισία («ψαλίδισμα θεατρικού έργου») 3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα» μτφ. πρέπει… … Dictionary of Greek
διαψαλίζω — και διαψαλιδίζω (Α) κόβω με ψαλίδι, ψαλιδίζω … Dictionary of Greek
ψαλίζω — Α κόβω με ψαλίδα, ψαλιδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς ίδος με σημ. «ψαλίδι» (βλ. λ. ψαλίδα)] … Dictionary of Greek
ψαλιδισμός — ο, Ν [ψαλιδίζω] ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
ψαλίδισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, ψαλιδιά, κόψιμο με το ψαλίδι: Τα μαλλιά μου εδώ θέλουν ψαλίδισμα. 2. περικοπή, περιορισμός: Όταν έμαθαν το ψαλίδισμα του μισθού τους κατέβηκαν σε απεργία. 3. φρ., «Η γλώσσα της θέλει ψαλίδισμα» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)